πινυτῆς — πινυτή understanding fem gen sg (attic epic ionic) πινυτός prudent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινυτή — και πινυτής, ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, ᾱτος, ἡ, Α σύνεση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέπνυμαι] … Dictionary of Greek